- λινοβάμβακος
- -η, -οο υφασμένος από ίνες λιναριού και βαμβακιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λινοβάμβακος — και λινομπάμπακος, η, ο (Μ λινοβάμβακος, ον) 1. υφασμένος από ίνες λίνου και βαμβακιού 2. στον πληθ. οι λινοβάμβακοι κρυπτοχριστιανοί που εμφανίστηκαν στην Κύπρο τον 16ο αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + βάμβαξ, ακος με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ.… … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek